LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χλιδή"
- χλῐδή, ἡ (χλίω)· 1. τρυφηλότητα, κομψότητα, πολυτέλεια, θηλυπρέπεια, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Πλάτ. 2. ακολασία, αυθάδεια, αλαζονεία, σε Αισχύλ., Σοφ. 3. πολυτέλεια, κομψά ενδύματα, πολύτιμα κοσμήματα, Λατ. deliciae, σε Ευρ.· ομοίως σε πληθ., στον ίδ.· καράτομοι χλιδαί, πλούσια μαλλιά κομμένα από το κεφάλι, σε Σοφ.· παρθένιον χλιδάν, η τιμή της παρθένου, σε Ευρ.
- χλίδημα, τό, = χλιδή, σε Ευρ.