
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χλευάζω"
- χλευάζω, μέλ. -άσω (χλεύη) · 1. αστειεύομαι, περιγελώ, σκώπτω, εμπαίζω, σε Αριστοφ., Δημ.· ομοίως σε Μέσ., Πλούτ. 2. με αιτ., περιγελώ, εμπαίζω κάποιον, σε Δημ.