LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χλαμύς"
- χλᾰμύς, [ῠ], -ύδος, ἡ, αιτ. χλαμύδα, χλάμυν· 1. κοντός μανδύας που φοριόταν από τους ιππείς, σε Ξεν.· επίσης, από τους Αθηναίους ἐφήβους, σε Ανθ. 2. γενικά, στρατιωτικό ένδυμα, σε Πλούτ.· επίσης, μανδύας στρατηγού, Λατ. paludamentum, σε Πλούτ.