
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χιονίζω"
- χῐονίζω, μέλ. -ίσω, χιονίζω, καλύπτω με χιόνι· απρόσ., ἐχιόνιζε τὴν χώρην, χιόνιζε πάνω από τη χώρα, σε Ηρόδ.· εἰ ἐχιόνιζε, αν χιόνιζε, στον ίδ.