Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χθών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χθών, , γεν. χθονός, γη, έδαφος, σε Όμηρ., Τραγ.· I. 1. λέγεται για να δηλώσει τη ζωή πάνω στη γη, ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· χθόνα δύμεναι, πηγαίνω κάτω από τη γη, δηλ. πεθαίνω, στο ίδ.· κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά, σε Σοφ.· κούφα σοι χθών ἐπάνωθε πέσοι, σε Ευρ. 2. λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, οἱ ὑπὸ χθονός, δηλ. οι σκιές του Κάτω Κόσμου, οι νεκροί, Λατ. inferi, σε Αισχύλ.· κατὰ χθονὸς θεαί, δηλ. οι Ερινύες, στον ίδ. 3. γη, δηλ. ολόκληρη η γη, ο κόσμος, σε Αισχύλ., Σοφ. 4. Γη, ως θεότητα, σε Αισχύλ. II. συγκεκριμένο μέρος ή χώρα, λέγεται για την Ιθάκη, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Λιβύη, σε Πίνδ.· χθὼν Ἀσιᾶτις, Δωρίς, Ἀργεία, Ἑλλάς, Ἰδαία κ.λπ., σε Τραγ.