LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χηρεύω"
- χηρεύω, μέλ. -σω (χήρα)· I. 1. αμτβ., στερούμαι κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. 2. απόλ., στερούμαι σύζυγο, είμαι χήρος, ζω σε κατάσταση χηρείας, σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για άντρα, είμαι χήρος, σε Πλούτ.· ομοίως, χηρεύσει λέχος, σε Ευρ. 3. ζω στην απομόνωση εξαιτίας εξορίας, σε Σοφ. II. μτβ., στερούμαι, σε Ευρ.