Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χεῖμα"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
χεῖμα, -ατος, τό, (βλ. χιώνI. 1. χειμωνιάτικος καιρός, κρύο, παγετός, Λατ. hiems, σε Όμηρ. 2. χειμώνας, ως εποχή του χρόνου, αντίθ. προς το θέρος, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· χεῖμα (αιτ. απόλ.), σε χειμώνα καιρό, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ομοίως, αιτ. χείματι, σε Σοφ. II. καταιγίδα, σε Αισχύλ., Ευρ.
χειμάδιον[ᾰ], τό, χειμερινό κατάλυμα, μέρος για να περάσει κανείς το χειμώνα, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ, σε Δημ.· συνήθως σε πληθ., χειμάδια πήγνυσθαι, κατασκευάζω τη χειμερινή κατοικία μου, σε Πλούτ.
χειμάζω, μέλ. -άσω, I. 1. περνώ το χειμώνα, αντίθ. προς το θερίζω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για στρατεύματα, πηγαίνω σε μέρος για να περάσω το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω, Λατ. hiemare, σε Ηρόδ., Ξεν. II. προξενώ καταιγίδα ή τρικυμία, Θεοῦ τοιαῦτα χειμάζοντος, σε Σοφ.· ὅταν χειμάζῃ ὁ Θεὸς ἐν τῇ θαλάσσῃ, σε Ξεν. 2. απρόσ., όπως ὕει, νίφει, ἐχείμαζε ἡμέρας τρεῖς (με σημασία παρατ.), η καταιγίδα εξακολουθούσε για τρεις μέρες, σε Ηρόδ. III. με αιτ., ταράζω ή επιφέρω σύγχυση όπως η καταιγίδα, σε Σοφ.Παθ., παρασύρομαι από καταιγίδα, πάσχω εξαιτίας της, σε Θουκ.· χειμασθεὶς ἀνέμῳ, στον ίδ.· μεταφ., κλυδωνίζομαι, ιδίως, λέγεται για πολιτεία που κλονίζεται όπως το πλοίο, σε Ευρ., Αριστοφ.· επίσης λέγεται για μεμονωμένα άτομα, σε Τραγ., Πλάτ.
χειμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ (χεῖμαI. παρασύρομαι από καταιγίδα — Παθ., παρασύρομαι από καταιγίδα, συνταράσσομαι, λέγεται για πλοίο, σε Ηρόδ.· μεταφ., φόβῳ κεχείμανται φρένες, σε Πίνδ. II. αμτβ., είμαι τρικυμιώδης, θάλασσα ἄγρια χειμήνασα, σε Ανθ.· απρόσ., χειμαίνοντος, όταν ο καιρός είναι τρικυμιώδης, σε Θεόκρ.
χείμᾰρος, (χεῖμα), πάσσαλος στον πυθμένα του πλοίου, ο οποίος τραβιόταν όταν το πλοίο έβγαινε στην ξηρά, για να εκρέει το νερό της βροχής, σε Ησίοδ.
χειμάρ-ροος, -ον, σε Αττ. συνηρ. -ρους, -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον (ῥέωI. 1. αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το νερό της βροχής και το λιωμένο χιόνι, ποταμὸς χείμαρρος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις, σε Σοφ.· φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι, σε Ευρ. II. 1. ως ουσ. (χωρίς το ποταμός), χείμαρρος, σε Ξεν., Δημ. 2. όπως χαράδρα II. 2., σωλήνας, σε Δημ.
χειμαρ-ρώδης, -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ.
χειμᾰσία, Ιων. -ίη, , το πέρασμα του χειμώνα, ξεχειμώνιασμα, σε Ηρόδ.
χειμ-ασκέω, μέλ. -ήσω, γυμνάζομαι μέσα στο χειμώνα, σε Πολύβ.