Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χεῖλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χεῖλος, -εος, Δωρ. χῆλος, Αιολ. χέλλος, τό, γεν. πληθ. χειλῶν, ποιητ. δοτ. χείλεσσι· I. 1. χείλος, Λατ.labrum, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., χείλεσι γελᾶν, γελάω με τα χείλη μόνο, χαμογελώ, μειδιώ, σε Ομήρ. Ιλ.· χείλεα μέν τ' ἐδίην' ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν, έβρεξε τα χείλη, αλλά όχι τον ουρανίσκο, δηλ. ήπιε με φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ χειλέων, αντίθ. προς το ἀπὸ καρδίας, «με τη βοήθεια των χειλιών», σε Πλούτ. 2. λέγεται για πουλιά, ράμφος, μύτη, σε Ευρ. II. μεταφ., για πράγματα, άκρη, χείλος κυπέλλου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· χρησιμ. για τάφο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.