Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χελώνη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χελώνη, , χελώνα, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. I. παροιμ., λέγεται για την αναισθησία, ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος, ω χελώνες ευτυχισμένες στο χοντρό δέρμα σας! σε Αριστοφ. II. όπως το Ρωμ. testudo, σκεπή που δημιουργείται από ασπίδες που σκεπάζουν η μία την άλλη όπως οι φολίδες στη ράχη της χελώνας, που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό μέσο κατά την έφοδο στα τείχη μιας πόλης· έπειτα, γενικά, κινητή οροφή για την προστασία των πολιορκητών, σε Ξεν.