Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χειρουργός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χειρ-ουργός, -όν (*ἔργωI. αυτός που κάνει κάτι με το χέρι, σε Πλούτ. II. χειρουργός, , γιατρός που κάνει εγχειρήσεις, χειρουργός, σε Πλούτ., Ανθ.