Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χειροτεχνικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χειροτεχνικός, , -όν, 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε χειροτεχνία, επιδέξιος, χειροτεχνικώτατος, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ.