LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χειροποίητος"
- χειρο-ποίητος, -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί με το χέρι, τεχνητός, αντίθ. προς το αὐτοφυής (φυσικός), σε Ηρόδ.· φλὸξ χειροποίητη, φωτιά που άναψε από χέρι ανθρώπου, σε Θουκ.