LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χειρίς"
- χειρίς, -ῖδος, ἡ (χείρ), κάλυμμα για το χέρι, γάντι, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· επίσης, κάλυμμα του χεριού, μανίκι, όπως αυτά που φορούσαν οι Πέρσες, Λατ. manica, σε Ηρόδ.