Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χειμερινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χειμερῐνός, , -όν (χεῖμα)· 1. αυτός που ανήκει ή γίνεται τον χειμώνα, αντίθ. προς το θερινός, χειμεριναὶ τροπαί (βλ. τροπή I), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τὴν χειμερινήν (ενν. ὥρην), κατά τη διάρκεια της εποχής του χειμώνα, σε Ηρόδ. 2. χειμερινός, σε Θουκ.· βλ. χειμέριος.