LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χαῦνος"
- χαῦνος, -η, -ον και -ος, -ον (χαίνω)· I. αυτός που χάσκει· απ' όπου, πορώδης, σπογγώδης, χαλαρός, σε Πλάτ. II. μεταφ., ανούσιος, άδειος, κενός, σε Σόλωνα, Πίνδ., Αριστοφ.