Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαυλιόδους"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χαυλῐ-όδους, -όδοντος, , , ουδ. -όδουν· I. με δόντια που εξέχουν ή χαυλιόδοντες, σε Ησίοδ. II. λέγεται για δόντια που εξέχουν, χαυλιόδοντες, ὀδόντες χαυλιόδοντες, λέγεται για δόντια κροκόδειλου, σε Ηρόδ.· επίσης, χωρίς το ὀδόντας, τετράπουν χαυλιόδοντας φαῖνον, χρησιμ. για τον ιπποπόταμο, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ. του χαυλι-).