Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαρίεις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χᾰρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν (όχι χάριεν, βλ. κατωτ. IV)· γεν. χαρίεντος, δοτ. -εντι (χάριςI. 1. χαρούμενος, όμορφος, αγαπητός, σε Όμηρ. II. σε Αττ., χαρούμενος, έξυπνος, μορφωμένος, οἱ χαρίεντες, άνθρωποι του γούστου και της ευγένειας, άνθρωποι των γραμμάτων, σε Ισοκρ., Πλάτ. 2. ομοίως λέγεται για πράγματα, χαριτωμένο, έξυπνο, όμορφο, κομψό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., χαρίεν γάρ, εἰ..., θα ήταν ευχάριστο εάν..., σε Ξεν. III. 1. επίρρ., χαριέντως, ευχάριστα, έξυπνα, όμορφα, κομψά, ευφυώς, σε Πλάτ. 2. με ευγένεια, ευμενώς, σε Ισοκρ. IV.το ουδ. ως επίρρ., όπου χρησιμοποιείται ως επίρρ. είναι προπαροξ., χάριεν, σε Αριστοφ., Πλάτ.