Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαράσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χᾰράσσω, Αττ. -ττω (√ΧΑΡΑΚ), μέλ. -ξω, I. 1. κάνω κάτι οξύ ή μυτερό, οξύνω, ακονίζω, σε Ησίοδ. 2. χαράσσω με λίμα ή με δόντια, όπως το πριόνι, σε Αριστ.Παθ., σκύταλον κεχ. ὄζοις, πράγμα ανώμαλο ή τραχύ με εξογκώματα, σε Θεόκρ.· μεταφ., (ὄμμα) ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, αστράφτει απατηλά, λέγεται για το αποτέλεσμα από τη βαφή των βλεφάρων, σε Ανθ. 3. μεταφ., σε Παθ., κεχαραγμένος τινί, οργισμένος εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.· κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου, μη θυμώνεις μαζί του για εκείνο, σε Ευρ. II. χωρίζω σε αυλάκια, κόβω, διασχίζω, σε Πίνδ.Παθ., κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον, σε Αισχύλ. III. χαράσσω, επιγράφω, σε Θεόκρ., Ανθ.