Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαράδρα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
χᾰράδρα, Ιων. χαράδρη, (χαράσσωI. νερό που κατεβαίνει από βουνό, χείμαρρος, που ανοίγει στον εαυτό του (χαράσσει) ένα δρόμο κάθετο στην πλευρά του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ.· από όπου, δυνατή, τραχεία φωνή παραβάλλεται με το φωνὴ χαράδρας, σε Αριστοφ. II. 1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, λαγκαδιά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. οχετός που μεταφέρει νερό βροχής από τον δρόμο, σε Δημ.
χαραδραία, -ης, , = χαράδρα, σε Ανθ.