Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαρά"

Βρέθηκαν 14 λήμματα [1 - 14]
χᾰρά, (χαίρω) I. χαρά, ευφροσύνη, σε Τραγ. κ.λπ.· αλλά με γεν. πράγμ., χαίρομαι με κάτι ή για κάτι, σε Ευρ.· κέρτομος θεοῦ χᾰρά, κάποια χαρά στάλθηκε από έναν θεό για να εξαπατήσει την καρδιά μου, σε Αισχύλ.· ομοίως, χαρᾶς ὕπο, στον ίδ.· σὺν χαρᾷ, σε Σοφ. II. χαρά, λέγεται για ανθρώπους, σε Κ.Δ.
χάραγμα, -ατος, τό (χαράσσω), κάθε σημάδι χαραγμένο ή τυπωμένο, χάραγμα ἐχίδνης, σημάδι από φίδι, δηλ. το δάγκωμά του, σε Σοφ.· τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου, το σημάδι του θηρίου, σε Κ.Δ.· χάραγμα τέχνης, εγχάρακτο έργο, σε Κ.Δ.· τὸ χάραγμα τοῦ νομίσματος, αποτύπωση πάνω σε νόμισμα, σε Πλούτ.· απόλ., επιγραφή, σε Ανθ.
χᾰράδρα, Ιων. χαράδρη, (χαράσσωI. νερό που κατεβαίνει από βουνό, χείμαρρος, που ανοίγει στον εαυτό του (χαράσσει) ένα δρόμο κάθετο στην πλευρά του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ.· από όπου, δυνατή, τραχεία φωνή παραβάλλεται με το φωνὴ χαράδρας, σε Αριστοφ. II. 1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, λαγκαδιά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. οχετός που μεταφέρει νερό βροχής από τον δρόμο, σε Δημ.
χαραδραία, -ης, , = χαράδρα, σε Ανθ.
χᾰραδριός, , κιτρινωπό πτηνό που κατοικεί σε χαράδρες (χαράδραι), πιθ. πτηνό με μακρύ ράμφος, σε Αριστοφ.· χαραδριοῦ βίον ζῆν, λέγεται για άνθρωπο αδηφάγο, σε Πλάτ.
χᾰραδρόομαι, παρακ. κεχαράδρωμαι, αόρ. αʹ ἐχαραδρώθην (χαράδρα) — Παθ., κοιλαίνομαι από χείμαρρους που έρχονται από τα βουνά, τέμνομαι από χαράδρες, σε Ηρόδ.
χᾰρᾰκο-ποιία, , κατασκευή χαρακώματος, σε Πολύβ.
χᾰρᾰκόω, μέλ. -ώσω, φράσσω με πασσάλους, οχυρώνω, σε Αισχίν., Πλούτ.
χᾰρακτήρ, -ῆρος, (χαράσσω1. σημάδι χαραγμένο ή αποτυπωμένο, αποτύπωμα ή στάμπα σε νομίσματα και σφραγίδες, σε Ευρ.· εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλεν, τους σφράγισε με καλή φήμη, τοποθέτησε σφραγίδα καλής φήμης πάνω τους, σε Ισοκρ. 2. μεταφ., σημάδι αποτυπωμένο σε άνθρωπο ή πράγμα, διακριτικό σημάδι, χαρακτηριστικό, χαρακτήρας, χαρακτὴρ γλώσσης, λέγεται για συγκεκριμένη γλώσσα ή διάλεκτο, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου, στον ίδ.· ἀνδρῶν οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι, σε Ευρ.· φανερὸς χαρακτὴρ ἀρετάς, στον ίδ.
χᾰρακτός, , -όν, ρημ. επίθ. του χαράσσω, οδοντωτός, όπως πριόνι ή λίμα, σε Ανθ.
χᾰράκωμα, -ατος, τό (χαρακόωI. τόπος περιφραγμένος ολόγυρα, οχυρωμένο στρατόπεδο, σε Ξεν., Πλούτ. II. φράγμα, οχύρωμα, Λατ. vallum, σε Ξεν., Δημ.
χᾰράκωσις, , οχύρωμα σε Λυκούργ., Πλούτ.
χάραξ[χᾰ], -ᾰκος, , επίσης (χᾰράσσω), μυτερό παλούκι, ιδίως, I. ράβδος για κλήματα ή πάσσαλος, σε Αριστοφ., Θουκ. II. 1. παλούκι που χρησιμοποιείται για οχύρωμα, σε Αριστοφ., Δημ. 2. περιληπτικώς, = χαράκωμα, II, σε Δημ., Πολύβ.
χᾰράσσω, Αττ. -ττω (√ΧΑΡΑΚ), μέλ. -ξω, I. 1. κάνω κάτι οξύ ή μυτερό, οξύνω, ακονίζω, σε Ησίοδ. 2. χαράσσω με λίμα ή με δόντια, όπως το πριόνι, σε Αριστ.Παθ., σκύταλον κεχ. ὄζοις, πράγμα ανώμαλο ή τραχύ με εξογκώματα, σε Θεόκρ.· μεταφ., (ὄμμα) ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, αστράφτει απατηλά, λέγεται για το αποτέλεσμα από τη βαφή των βλεφάρων, σε Ανθ. 3. μεταφ., σε Παθ., κεχαραγμένος τινί, οργισμένος εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.· κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου, μη θυμώνεις μαζί του για εκείνο, σε Ευρ. II. χωρίζω σε αυλάκια, κόβω, διασχίζω, σε Πίνδ.Παθ., κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον, σε Αισχύλ. III. χαράσσω, επιγράφω, σε Θεόκρ., Ανθ.