LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χανδάνω"
- χανδάνω (√ΧΑΔ), μέλ. χείσομαι, αόρ. βʹ ἔχαδον, Επικ. χάδον, απαρ. χαδέειν, παρακ. με σημασία ενεστ. κέχανδα· γʹ ενικ. υπερσ. κεχάνδει· I. παίρνω, κρατώ, περιλαμβάνω, περιέχω, λέβης τέσσαρα μέτρα κεχανδώς, δοχείο που περιέχει τέσσερις μονάδες, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ ἐδυνήσατο πάσας αἰγιαλὸς νῆας χαδέειν, η παραλία δεν μπορούσε να χωρέσει όλα τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἥρῃδ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον, το στήθος της Ήρας δεν μπορούσε να χωρέσει την οργή της, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον, όσο τα χέρια του μπορούσαν να κρατήσουν, σε Ομήρ. Οδ. II. μεταφ., είμαι ικανός, ἤϋσεν ὅσον κεφαλὴ χάδε, σε Ομήρ. Ιλ.· κεκραξόμεσθά γ' ὁπόσον ἡ φάρυγξ, ἂν χανδάνῃ, σε Αριστοφ.

