Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαλκός"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
χαλκός, -οῦ, , I. χαλκός, Λατ. aes, σε Όμηρ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται σε αναφορά προς το χρώμα ἐρυθρός, σε Ομήρ. Ιλ.· ο χαλκός ήταν το πρώτο μέταλλο που επεξεργάστηκε, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος, σε Ησίοδ.· έπειτα, η λέξη χαλκός συνηθιζόταν να χρησιμοποιείται για κάθε μέταλλο γενικά· και όταν οι άνθρωποι έμαθαν να επεξεργάζονται το σίδηρο, η λέξη χαλκός χρησιμοποιήθηκε για το σίδηρος, και χαλκεύς έφτασε να σημαίνει σιδηρουργός· χαλκός επίσης σήμαινε ορείχαλκος (δηλ. μίγμα χαλκού με κασσίτερο), όχι χαλκός (δηλ. μίγμα χαλκού με ψευδάργυρο, το οποίο ήταν μεταγεν. ανακάλυψη), και αυτή ήταν η έννοιά του στην περίπτωση των όπλων· II. 1. οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό ή μέταλλο, όπως κοντάρι, ξίφος, μαχαίρι κ.λπ. σε Ομήρ. Ιλ.· χαλκὸν ζώννυσθαι, λέγεται για πολεμιστή ζωσμένο με τον οπλισμό του, στο ίδ. κ.λπ. 2. λέγεται για σκεύη, αγγείο, λέβητας, κάλπη, σε Όμηρ. κ.λπ.· 3. χρησιμ. για χάλκινο καθρέφτη, σε Ανθ. 4. χάλκινο νόμισμα, όπως χαλκοῦς II, στον ίδ.
χαλκο-στέφᾰνος, -ον, αυτός που είναι στεφανωμένος με χαλκό, τέμενος, σε Ανθ.
χαλκό-στομος, -ον (στόμα)· I. αυτός που έχει χάλκινο στόμα, χαλκόστομος κώδων Τυρσηνική, δηλ. σάλπιγγα, σε Σοφ. II. με άκρη ή αιχμή από χαλκό, σε Αισχύλ.