Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαλκεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χαλκεύς, -έως, , πληθ. χαλκεῖς, Αττ. -ῆς, Επικ. -ῆες, αιτ. χαλκέας· 1. αυτός που εργάζεται με χαλκό, χαλκουργός, αντίθ. προς το τέκτων (ξυλουργός), σε Ομήρ. Ιλ. 2. γενικά, αυτός που εργάζεται με μέταλλα, μεταλλουργός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.