Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαλινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χᾰλῑνός, Αιολ. χάλιννος, , I. 1. χαλινάρι, χαλινός, γκέμι, σε Ομήρ. Οδ.· χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις, σε Ευρ.· λέγεται για άλογα, χαλινὸν οὐκ ἐπίσταται φέρειν, σε Αισχύλ.· χαλινὸν δέχεσθαι, σε Ξεν.· χαλινὸν ἐνδακεῖν, δαγκώνω το χαλινάρι, σε Πλάτ.· λέγεται για τον αναβάτη, τὸν χαλινὸν διδόναι, χαλαρώνω τα ηνία του αλόγου, σε Ξεν.· ὀπίσω σπάσαι, σε Πλάτ. 2. μεταφ., λέγεται για κάθε πράγμα που συγκρατεί ή αναχαιτίζει, όπως για την άγκυρα, σε Πίνδ.· χαλινοῖς ἐν πετρίνοισι, χρησιμοποιείται για τον Προμηθέα που ήταν δεμένος σε βράχο, σε Αισχύλ. II. γενικά, ιμάντας, λωρίδα, σε Ευρ.