LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χαλεπότης"
- χᾰλεπότης, -ητος, ἡ (χαλεπός)· I. δυσκολία, τραχύτητα, σε Θουκ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, τραχύτητα, σκληρότητα, αγριότητα, δριμύτητα, αυστηρότητα, στον ίδ. κ.λπ. 2. δυστροπία, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.