Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαλεπός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χαλεπός, , -όν, Λατ. difficilis·
Α.I. 1.
δύσκολα υποφερτός, φοβερός, βίαιος, άγριος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· (θώρακες) δύσφοροι καὶ χαλεποί, λέγεται για κακώς συναρμοσμένους θώρακες, σε Ξεν.· τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, η σφοδρότητα του ανέμου, στον ίδ.· τὰ χαλεπά, δυσκολίες, παθήματα, σε Ξεν. 2. δύσκολος στο να γίνει ή να αντιμετωπιστεί, δυσχερής, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπὸν ὁ βίος, η ζωή είναι σκληρό πράγμα, σε Ξεν.· με απαρ., χαλεπή τοιἐγὼ ἀντιφέρεσθαι = χαλεπόν ἐστί μοι ἀντιφέρεσθαί σοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν (τὸ μῶλυ), σε Ομήρ. Οδ.· χ. προσπολεμεῖν ὁ βασιλεύς, σε Ισοκρ.· χαλεπόν (ἐστι), με απαρ., είναι δύσκολο, δυσχερές να γίνει, σε Όμηρ. 3. επικίνδυνος, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. 4. λέγεται για το έδαφος, δύσβατο, τραχύ, σε Θουκ., Ξεν.· χαλεπὸν χωρίον, μέρος δύσκολο να το κατακτήσει κάποιος, σε Ξεν. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, σκληρός να τον αντιμετωπίσει κάποιος, σκληρός, αυστηρός, άγριος, οργίλος, σε Ομήρ. Οδ.· χαλεπώτερος, σκληρότερος εχθρός, σε Θουκ.· χαλεπώτατοι, οι πιο δύσκολοι να τους αντιμετωπίσει κάποιος, πιο επικίνδυνοι ή σκληρότατοι, σε Θουκ.· λέγεται για δικαστές, αυστηροί, σε Ηρόδ., Δημ. 2. λέγεται για άγρια ζώα, σε Ξεν. 3. δύστροπος, οργίλος, τραχύς, ιδιότροπος, σε Αριστοφ.· ὀργὴν χαλεπός, σε Ηρόδ. Β. I. 1. επίρρ., χαλεπῶς, σκληρά, με δυσκολία, Λατ. aegre, διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον, με δυσκολία μπορούσε κανείς να διακρίνει τον κάθε άντρα, σε Ομήρ. Ιλ.· χαλεπῶς εὑρίσκειν, αντίθ. προς το ῥαδίως μανθάνειν, σε Ισοκρ.· οὐ ή μὴ χαλεπῶς, χωρίς πολλή δυσκολία, σε Θουκ. 2. με δυσκολία, μόλις, δοκέω χαλεπῶς ἂν Ἕλληνας Πέρσῃσι μάχεσθαι, σε Ηρόδ.· χαλεπῶς ἂν πείσαιμι, σε Πλάτ. 3. χαλεπῶς ἔχει = χαλεπόν ἐστι, σε Θουκ., Ξεν. 4. δύσκολα, άθλια, χαλεπώτερον, -ώτατα ζῆν, σε Πλάτ.· ἐν τοῖς χαλεπώτατα διάγειν, ζω στην απόλυτη μιζέρια, σε Θουκ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, με σκληρότητα, αυστηρώς, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· χαλεπῶς φέρειν τι, όπως το Λατ. aegre ferre, σε Θουκ.· συχνά στη φράση χαλεπῶς ἔχειν, σε Ξεν.· χαλεπῶς ἔχειν τινὶ ἐπί τινι, είμαι θυμωμένος με ένα πρόσωπο για κάποιο πράγμα, σε Δημ.· χαλεπῶς διακεῖσθαι πρός τινα, σε Πλάτ. 2. χαλεπῶς ἔχειν, βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, Λατ. male se habere, στον ίδ.