Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαλάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χᾰλάω, μέλ. χᾰλάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἐχάλᾰσα, Επικ. χάλασσα, Δωρ. μτχ. χᾰλάξαιςΠαθ., αόρ. αʹ ἐχαλάσθην, παρακ. κεχάλασμαι· I. 1. μτβ., χαλαρώνω, λύνω, χαλάω βίον, τόξα, χαλαρώνω τη χορδή του τόξου, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· μεταφ., χαλάω τὴν ὀργήν, σε Αριστοφ. 2. αφήνω να πέσει, αφήνω να κατέβει, πτέρυγα χαλάξαις, σε Πίνδ.· χαλάσας τὸ μέτωπον, έχω χαμηλωμένα τα βλέφαρα, δηλ. σταμάτησα να οργίζομαι, σε Αριστοφ.· δίκτυα χαλάω, σε Κ.Δ. 3. αφήνω να χαλαρώσει, χαλαρώνω, απαλλάσσω, σε Αισχύλ.· απόλ., αφήνω ελεύθερο, λύνω την κράτηση κάποιου, σε Αισχύλ. 4. ἡνίας χαλάω, αφήνω χαλαρά τα ηνία, σε Πλάτ. 5. κλῇθρα ή κλῇδας χαλάω, χαλαρώνω τις μπάρες ή τους μοχλούς, δηλ. ανοίγω την πόρτα, σε Σοφ., Ευρ.· επίσης, πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε, σε Αισχύλ. 6. χαλαρώνω ή λύνω πράγματα που ήταν δεμένα μαζί, σε Σοφ., Ευρ.Παθ., πρὶνἂν χαλασθῇ δεσμά, σε Αισχύλ. II. 1. αμτβ., γίνομαι χαλαρός, σε Ευρ.· πύλαι χαλῶσι, οι πύλες μένουν ανοιχτές, σε Ξεν.· μεταφ., με γεν., παραβλέπω, αφήνω, μανιῶν, κακῶν, σε Αισχύλ.· τῆς ὀργῆς, σε Αριστοφ. 2. με δοτ., χαλάω τινί, υποχωρώ σε κάποιον, συγχωρώ κάποιον, σε Αισχύλ. 3. απόλ., γίνομαι χαλαρός ή ασθενής, σε Πλάτ.