Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χαίτη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
χαίτη, , 1. μακριά, λυτά μαλλιά, σε Όμηρ.· και σε πληθ. για ένα μόνο πρόσωπο, χαίτας πεξαμένη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για χαίτη αλόγου, σε Όμηρ.· λέγεται για χαίτη λιονταριού, Λατ. juba, σε Ευρ., Αριστοφ. 3. μεταφ., λέγεται για δέντρα, φύλλα, φύλλωμα, σε πληθ., σε Θεόκρ.
χαιτήεις, Δωρ. χαιτάεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει μακριά λυτά μαλλιά, σε Πίνδ., Ανθ.