Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χίμαρος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
χίμᾰρος[ῐ], , I. αρσενικός τράγος, Λατ. caper = τράγος, σε Αριστοφ., Θεόκρ. II. επίσης θηλ. χίμαιρα, σε Θεόκρ., Ανθ.
χῐμᾰρο-σφακτήρ, -ῆρος, (σφάζω), αυτός που σφάζει τράγο, σε Ανθ.