LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χίμαρος"
- χίμᾰρος[ῐ], ὁ, I. αρσενικός τράγος, Λατ. caper = τράγος, σε Αριστοφ., Θεόκρ. II. επίσης θηλ. χίμαιρα, σε Θεόκρ., Ανθ.
- χῐμᾰρο-σφακτήρ, -ῆρος, ὁ (σφάζω), αυτός που σφάζει τράγο, σε Ανθ.