Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χίλια"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
χῑλιαρχέω, μέλ. -ήσω, είμαι χιλίαρχος, σε Πλούτ.
χῑλι-άρχης, -ου, , = χῑλίαρχος, σε Ηρόδ.
χῑλιαρχία, , 1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν. 2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.
χῑλίαρχος, , I. διοικητής σώματος χιλίων ανδρών, χιλίαρχος σε Αισχύλ., Ξεν. II. χρησιμοποιήθηκε για να μεταφράσει το Ρωμ. tribunus militum, σε Πολύβ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για το tribuni militares consulari potestate, σε Πλούτ.
χῑλιάς, -άδος, , ο αριθμός χίλια, χιλιάδα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με γεν., πολλαὶ χιλιάδες ταλάντων, σε Ηρόδ.· γενικά, πολύ μεγάλος αριθμός, σε Θεόκρ.