Αποτελέσματα για: "χίλια"
Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
-
χῑλιαρχέω, μέλ. -ήσω, είμαι χιλίαρχος, σε Πλούτ.
-
χῑλι-άρχης, -ου, ὁ, = χῑλίαρχος, σε Ηρόδ.
-
χῑλιαρχία, ἡ, 1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν. 2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.
-
χῑλίαρχος, ὁ, I. διοικητής σώματος χιλίων ανδρών, χιλίαρχος σε Αισχύλ., Ξεν. II. χρησιμοποιήθηκε για να μεταφράσει το Ρωμ. tribunus militum, σε Πολύβ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για το tribuni militares consulari potestate, σε Πλούτ.
-
χῑλιάς, -άδος, ἡ, ο αριθμός χίλια, χιλιάδα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με γεν., πολλαὶ χιλιάδες ταλάντων, σε Ηρόδ.· γενικά, πολύ μεγάλος αριθμός, σε Θεόκρ.