Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χήρα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
χήρα, Ιων. χήρη, , I. 1. στερημένη από σύζυγο, χήρα, Λατ. vidua, με γεν., χήρη σευ ἔσομαι, λέει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· χῆραιγυναῖκες, χήρες γυναίκες, στο ίδ.· ομοίως, σε Ευρ. κ.λπ. 2. από το χήρα δημιουργήθηκε το αρσ. χῆρος, σε Ανθ. II. χῆρος, , -ον, ως επίθ., με μεταφ. σημασία, στερημένος, έρημος, χῆρα μέλαθρα, σε Ευρ.· με γεν., φάρσος στελεοῦ χῆρον, κομμάτι αποσπασμένο από τον κορμό, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
χηρᾰμός, , , = χειά, τρύπα, κοίλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για την ποντικότρυπα, σε Βάβρ.
χήρατο, γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ του χαίρω.