Αποτελέσματα για: "χήν"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
χήν, Δωρ. χάν, ὁ και ἡ, γεν. χηνός· γεν. πληθ. χηνῶν· ανώμ. αιτ. πληθ. χένας, Λατ. anser, άγρια χήνα, σε Ομήρ. Ιλ.· ήρεμη χήνα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· νὴ ή μὰ τὸν χῆνα, όρκος του Σωκράτη, αντί Ζῆνα.
-
χην-ᾰλώπηξ, -εκος, ὁ, χήνα-αλεπού, αιγυπτιακό είδος χήνας, που ζει σε τρύπες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
-
χήνειος, -α, -ον, Ιων. χήνεος, -η, -ον, αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε χήνα, Λατ. anserinus, σε Ηρόδ.
-
χηνίσκος, ὁ, υποκορ. του χήν· πρύμνη πλοίου που είναι γυρισμένη προς τα πάνω και μοιάζει με λαιμό χήνας, σε Λουκ.