Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χήν"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
χήν, Δωρ. χάν, και , γεν. χηνός· γεν. πληθ. χηνῶν· ανώμ. αιτ. πληθ. χένας, Λατ. anser, άγρια χήνα, σε Ομήρ. Ιλ.· ήρεμη χήνα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· νὴ ή μὰ τὸν χῆνα, όρκος του Σωκράτη, αντί Ζῆνα.
χην-ᾰλώπηξ, -εκος, , χήνα-αλεπού, αιγυπτιακό είδος χήνας, που ζει σε τρύπες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
χήνειος, , -ον, Ιων. χήνεος, , -ον, αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε χήνα, Λατ. anserinus, σε Ηρόδ.
χηνίσκος, , υποκορ. του χήν· πρύμνη πλοίου που είναι γυρισμένη προς τα πάνω και μοιάζει με λαιμό χήνας, σε Λουκ.