Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χέρσος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χέρσος, μεταγεν., Αττ. χέρρος, , I. ξηρή γη, ἐπὶ χέρσου, αντίθ. προς το ἐν πόντῳ, σε Ομήρ. Οδ.· κύματα κυλινδόμενα προτὶ χέρσον, σε Ομήρ. Οδ.· κῦμα χέρσῳ ῥηγνύμενον, σε Ομήρ. Ιλ.· χέρσῳ, πάνω ή από τη γη, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. ως επίθ., χέρσος, -ον, ξηρός, στερεός, αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, σε Ηρόδ.· ἐν κονίᾳ χέρσῳ, αντίθ. προς το πόντῳ, σε Πίνδ. 2. ξηρός, σκληρός, άγονος, σε Ηρόδ., Σοφ.· χέρσος λιμήν, λιμάνι που αφέθηκε να ξηρανθεί, σε Ανθ. 3. μεταφ., στείρος, χωρίς παιδιά, άτεκνος, λέγεται για γυναίκες, σε Σοφ.· με γεν., στερημένος από κάτι, πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων, σε Ευρ. (πιθ. από την ίδια ρίζα με το ξηρός).