LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χέζω"
- χέζω (√ΧΕΔ), μέλ. χεσοῦμαι, αόρ. αʹ ἔχεσα, αόρ. βʹ ἔχεσον, παρακ. κέχοδα — Παθ., κέχεσμαι· ανακουφίζομαι, κάνω την ανάγκη μου, σε Αριστοφ.· πέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος, απλώς, ρίχνω τον κόπρο, σε Αριστοφ.