Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χάρμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χάρμα, -ατος, τό (χαίρωI. 1. με συγκεκριμένη σημασία, πηγή χαράς, χαρά, ευφροσύνη, τινί, για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, χάρμα τινός, χαρά κάποιου, σε Ευρ.· συχνά σε πληθ., χαρές, ευφροσύνες, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. πηγή κακεντρέχειας, σε Ομήρ. Ιλ.· χάρματα ἐχθροῖς, σε Αισχύλ. II. χαρά, ευφροσύνη, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.