Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χάρις"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
χάρις, [ᾰ], , γεν. χάρῐτος, αιτ. χάριν και χάριτα, πληθ. χάριτες, δοτ. χάρισι, ποιητ. χάρισσι ή χαρίτεσσι (χαίρω
Α.
χαρά, Λατ. gratia· I. εξωτερική γοητεία ή χάρη (όπως λέμε καλή ή κακή εμφάνιση), γοητεία, θέλγητρο, σε Όμηρ. κ.λπ.· τῷγε χάριν κατεχεύατ' Ἀθήνη, η Αθηνά τον έλουσε με χάρη, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε πληθ., χάρες, θέλγητρα, στο ίδ. κ.λπ.· σπανιότερα χρησιμ. για πράγματα, ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζειν, σε Ομήρ. Οδ.· ἡ τῶν λόγων χάρις, σε Δημ. II. χαρά ή χάρη που νιώθεται, είτε από την πλευρά αυτού που ενεργεί είτε του αποδέκτη· 1. χαρά από την πλευρά αυτού που ενεργεί, καλοσύνη, ευγένεια, καλή θέληση, τινός, για ή προς κάποιον, σε Ησίοδ., Θουκ. κ.λπ. 2. από την πλευρά του αποδέκτη, η έννοια της χάρης που λαμβάνεται, ευγνωμοσύνη, εκτίμηση, ευχαρίστηση, σε Ομήρ. Ιλ.· τινός, λέγεται για κάτι, οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., οὔ τις χάρις ἦεν μάρνασθαι, καμία αγνωμοσύνη δεν υπάρχει για τους μαχόμενους, σε Ομήρ. Ιλ.· χάριν εἰδέναι τινί, γνωρίζω την έννοια της ευχαρίστησης, νιώθω ευγνώμων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· χάριν ἔχειν τινί τινος, νιώθω ευγνωμοσύνη για κάποιον σχετικά με κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· χάριν ὀφείλειν, χρωστώ ευγνωμοσύνη, είμαι υποχρεωμένος σε Σοφ.· χάριν κατατίθεσθαί τινι, ευεργετώ και κερδίζω μεγάλο μέρος από την ευγνωμοσύνη του, δηλ. κερδίζω τις ευχαριστίες κάποιου, σε Ηρόδ., χάριν λαμβάνειν τινός, απολαμβάνω τις ευχαριστίες κάποιου, σε Σοφ.· ομοίως, κτᾶσθαι χάριν, στον ίδ.· χάριν κομίσασθαι, σε Θουκ. 3. χάρη, εύνοια, ως αντίθ. στη βία, χάριτι πλεῖον ἢ φόβῳ, σε Θουκ. III. χάρη που προσφέρεται ή επιστρέφεται, εύνοια, ευγένεια, δώρο, χάριν φέρειν τινί, κάνω τη χάρη σε κάποιον, παρακαλώ κάποιον, κάνω κάτι για να υποχρεώσω κάποιον, σε Όμηρ.· χάριν θέσθαι τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, χάριν ὑπουργεῖν τινι, σε Αισχύλ.· παρασχεῖν, σε Σοφ.· νέμειν, στον ίδ.· δοῦναι, σε Αισχύλ.· χάριν τίνειν, ανταποδίδω μια χάρη, στον ίδ.· ἀντιδιδόναι, σε Θουκ.· ἀποδιδόναι, σε Πλάτ.· χάριν ἀποστερεῖν, δεν ανταποδίδω τη χάρη που έχω λάβει, σε Πλάτ. IV. ευχαρίστηση, ευαρέσκεια, τινός, σε ή από κάτι, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.V. δαιμόνων χάρις, καθήκον που οφείλεται σε αυτούς, η λατρεία τους, σε Αισχύλ.· ομοίως, ὅρκωνχάρις, σε Ευρ.· εὐκταία χάρις, ευχαριστήρια προσφορά με αφιέρωμα, σε Αισχύλ. VI. Ειδικότερες χρήσεις: 1. αιτ. ενικ. ως επίρρ., χάριν τινός, για χάρη κάποιου, για την ευχαρίστησή του, για το καλό του, χάριν Ἕκτορος, σε Ομήρ. Ιλ.· γλώσσης χάριν, για να έχει κάποιος την ευχαρίστηση της ομιλίας, δηλ. για το καλό της ομιλίας, σε Ησίοδ.· έπειτα περισσότερο ως πρόθ., Λατ. gratiâ, causâ, εξαιτίας, τοῦ χάριν; για ποιό λόγο; σε Αριστοφ.· ομοίως, ἐμὴν χάριν, σὴν χάριν, για τη δική μου, δική σου ευχαρίστηση ή το καλό, Λατ. mea, tua gratia, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, χάριν τινός, όσον αφορά σε· ἔπους σμικροῦ χάριν, σε Σοφ. 2. με πρόθ., εἰς χάριν τινός, κάνω σε κάποιον χάρη, σε Θουκ.· οὐδὲν εἰς χάριν πράσσειν, σε Σοφ.· πρὸς χάριν πράσσειν τι, σε Σοφ.· πρὸς χάριν λέγειν, σε Ευρ. κ.λπ.· πρὸς χάριν βορᾶς, για το καλό του φαγητού μου, για την ευχαρίστηση της απόλαυσης από αυτό, σε Σοφ.· πρὸς χάριν, μόνο του, ως χάρη, ως ευεργεσία, σε Σοφ.· ἐνχάριτι, για την ευχαρίστηση κάποιου, για την ικανοποίησή του, ἐν χάριτι διδόναι ή ποιεῖν τινί τι, σε Ξεν., Πλάτ.· διὰ χαρίτων εἶναι ή γίγνεσθαί τινι, έχω σχέσεις φιλίας ή αμοιβαίας εύνοιας με κάποιον, σε Ξεν. Β. 1.Χάρις, , ως μυθολογικό κύριο όνομα, Χάρις, σύζυγος του Ηφαίστου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. συνήθως σε πληθ., Χάριτες, αἱ, οι Χάριτες ή Χάριτες, Λατ. Gratiae, που κατέχουν κάθε χάρη, και παρέχουν τη χάρη της νίκης στους αγώνες, σε Πίνδ.· σε Όμηρ. ο αριθμός τους είναι αόριστος· ο Ησίοδ. περιορίζει αρχικά τον αριθμό τους σε τρεις, Αγλαΐα, Ευφροσύνη, Θάλεια.
χάρισμα, -ατος, τό (χαρίζομαι), δωρεά, χάρη, δώρο της χάρης του Θεού, σε Κ.Δ.
χαρίσσασθαι, Επικ. απαρ. αορ. αʹ του χαρίζομαι.
χαριστέον, ρημ. επίθ. του χαρίζομαι· I. κάποιος που πρέπει να χαριστεί, τινί, σε Πλάτ. II. αυτός που πρέπει να χαριστεί, σε Αριστ.
χᾰριστήριος, -ον, I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, σε Πλούτ. II. ως ουσ., χαριστήριον, τό, ευχαριστία· σε πληθ., χαριστήρια, τά, ευχαριστίες, σε Ξεν.