LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χάλκεος"
- χάλκεος, -έα, Ιων. -έη, -εον, επίσης χάλκειος, -ον, Δωρ. χάλκιος, Αττ. χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν (χαλκός)· I. 1. α) αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό ή ορείχαλκο, χάλκινος, Λατ. aeneus, aheneus, σε Όμηρ. κ.λπ.· χάλκεος Ζεύς, χάλκινο άγαλμα του Δία, σε Ηρόδ.· ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ, σε Δημ.· χάλκεον ἱστάναι τινά (βλ. ἵστημι Α. III)· β) χάλκεος ἀγών, αγώνας για έπαθλο από χαλκό, σε Πίνδ. 2. μεταφ., χάλκινος, δηλ. σκληρός, δυνατός, χάλκεον ἦτορ, καρδιά από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· χ. αὐδά, σε Πίνδ. II. ως ουσ., βλ. χαλκοῦς.