Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χάλαζα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
χάλαζα[χᾰ], -ης, , χαλάζι, Λατ. grando, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., βροχή από χαλάζι, θύελλα από χαλάζι, σε Ξεν., Πλάτ.· χάλαζαι στρογγύλαι, κόκκοι από χαλάζι, σε Αριστοφ.· μεταφ., κάθε ραγδαία βροχή, ὀμβρία χάλαζα, σε Σοφ.· χάλαζα αἵματος, σε Πίνδ.
χᾰλαζάω, I. ρίχνω χαλάζι, σε Λουκ. II. έχω εξάνθημα ή πρήξιμο, σε Αριστοφ.