Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φῶς"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
φώς, γεν. φωτός, , δυϊκ. φῶτε, φωτοῖν· πληθ. φῶτες, φωτῶν, φωσί· I. χρησιμ. από ποιητές, ακριβώς όπως το ἀνήρ, άνδρας, σε Όμηρ., Τραγ. II. άνδρας, αντίθ. προς τη γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· δύ' οἰκτρὼ φῶτε, λέγεται για έναν άντρα και τη γυναίκα του, σε Ευρ. III. άνθρωπος, αντίθ. προς το θεό, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
φῶς, τό, συνηρ. από φάος, φως, βλ. ίδ.
φῴς, , πληθ. φῷδες, συνηρ. από φωΐς, βλ. ίδ.
φωστήρ, -ῆρος, (φῶς), αυτό που δίνει φως, φωτοδότης, σε Ανθ.· οἱφωστῆρες, τα φώτα του παραδείσου, άστρα, στο ίδ., Κ.Δ.
φωσ-φόρος, ποιητ. φαοσφόρος,-ον (φέρωI. 1. αυτός που φέρνει ή δίνει φως, σε Ευρ., Αριστοφ.· ως ουσ., ὁ φωσφόρος (ενν. ἀστήρ), αυτός που φέρνει φως, Λατ. Lucifer, δηλ. το πρωινό άστρο, όνομα που δόθηκε ιδίως στον πλανήτη Αφροδίτη, σε Κικ. 2. λέγεται για το μάτι, σε Ευρ., Πλάτ. II. αυτός που φέρει πυρσό, επίθ. για συγκεκριμένες θεότητες, ιδίως για την Εκάτη, σε Ευρ.