Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φῦσα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
φῦσα, -ης, , I. μουγκρητά, συνήθως σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· σε ενικ., σε Ηρόδ. II. 1. άνεμος, πνοή, φύσημα, φούσκωμα στο στομάχι, σε πληθ., σε Πλάτ. 2. λέγεται για τη φωτιά, χείμαρρος ή πίδακας, σε Ομηρ. Ύμν. 3. φυσαλλίδα, σε Λουκ.
φυσᾶντες, Αιολ. αντί -ῶντες, ονομ. πληθ. μτχ. του φυσάω.
φύσας, μτχ. αορ. αʹ του φύω· ὁ φύσας, πατέρας· πρβλ. φύς.
φῡσάω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω (φῦσαI. απόλ., φυσώ, πνέω, λέγεται για μουγκρητά, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, δεινὰ φυσᾶν, ξεφυσώ θορυβωδώς, σε Ευρ.· μέγα φυσᾶν, Λατ. magnum spirare, αγανακτώ, στον ίδ.· φυσάω τὸ αἷμα, πνέω αίμα και θάνατο, σε Σοφ. II. μτβ., πνέω ή φυσώ, φουσκώνω, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για πνευστά όργανα, σε Αριστοφ.· φυσάω τὰς γνάθους, είμαι λαχανιασμένος, ἐπί τινι, για ένα πράγμα, σε Ξεν. 3. φυσώ για να ανάψω φωτιά. 4. φυσώ, σβήνω, τὴν λαμπάδα, σε Αριστοφ. 5. φυσώ, εκφυσώ, σε Σοφ. 6. φυσώ ένα πνευστό μουσικό όργανο, σε Ευρ., Αριστοφ., Θεόκρ.