Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φῦλον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φῦλον, τό (φύωI. 1. ράτσα, φυλή, τάξη ανθρώπων, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά σε πληθ., σμήνος, επίσης λέγεται για άλλα ζώα, σμήνη από σκνίπες, σε Ομήρ. Ιλ.· φῦλον ὀρνίθων, ράτσα πουλιών, σε Σοφ. 2. φύλο, σε Ησίοδ.· τὸ θήλυ, τὸ ἄρρεν φῦλον, σε Ξεν. II. με πιο στενή σημασία, ράτσα, φυλή ανθρώπων, έθνος, φῦλα Πελασγῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· κελαινὸν φῦλον, λέγεται για τους Αιθίοπες, σε Αισχύλ. κ.λπ. III. ακόμα πιο στενή σημασία, = φυλή II. I., γενιά ή φυλή ανθρώπων που συγγενεύουν λόγω αίματος ή καταγωγής, κατὰ φῦλα, σε Ομήρ. Ιλ.