LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φῦκος"
- φῦκος, -εος, τό, Λατ. fucus, φύκι, φύκι στην ξηρά, φυτό της θάλασσας, σε Ομήρ. Ιλ. II. το κόκκινο χρώμα που παρασκευάζεται από το φύκι, ρουζ, κοκκινάδι, Λατ. fucus, σε Αριστοφ., Θεόκρ.