Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φώριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φώριος, -ον (φώρ), I. κλεμμένος· τὰ φώρια, κλεμμένα αγαθά, σε Λουκ. II. μεταφ., μυστικός, κρυφός, σε Θεόκρ.