Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φώρ"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
φώρ, , γεν. φωρός, I. κλέφτης, Λατ. fur, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. φωρῶν λιμήν, λιμάνι κοντά στην Αθήνα, λίγο δυτικότερα του Πειραιά, που χρησιμοποιούνταν από λαθρεμπόρους, σε Δημ.
φωρά, Ιων. φωρή, , κλοπή, σε Βίωνα.
φωράω, μέλ. -άσω [ᾱ], 1. ψάχνω κλέφτη ή ερευνώ μια κλοπή, κάνω έρευνα σε σπίτι, σε Αριστοφ. 2. σε Παθ., ανακαλύπτομαι, σε Δημ.· με μτχ., κλέπτης ὢν φωρᾶσθαι, σε Δημ.· ομοίως, κακὸς ὢν ἐφωράθη φίλοις, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για πράγματα, ἀργύριον ἐφωράθη ἐξαγόμενον, παράνομα χρήματα ανακαλύφθηκαν να βρίσκονται σε διαδικασία εξαγωγής, σε Ξεν.
φωριᾰμός, , κιβώτιο, μπαούλο, κάσα, ιδίως λέγεται για ρούχα και χιτώνες (άγν. προέλ.).
φωρίδιος, , -ον, ποιητ. αντί φώριος, κλεμμένος σε Ανθ.
φώριος, -ον (φώρ), I. κλεμμένος· τὰ φώρια, κλεμμένα αγαθά, σε Λουκ. II. μεταφ., μυστικός, κρυφός, σε Θεόκρ.