Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φύσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φύσις[ῠ], , γεν. φύσεως, Ιων. φύσιος, Αττ. δυϊκ. φύσει ή φύση· (φύωI. 1. φύση, φυσική κατάσταση, δύναμη, σύσταση, συνθήκη ενός ανθρώπου ή πράγματος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. 2. όπως το φυή, μορφή, ανάστημα, ἢ νόον ἤ τοι φύσιν, ή κατά τον νουν ή κατά την εξωτερική μορφή, σε Πίνδ.· τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε, φράζε, σε Σοφ.· τὴν ἐμὴν ἰδών φύσιν, σε Αριστοφ. 3. σχετικά με το πνεύμα, η φύση κάποιου, φυσική κλίση, φυσική δύναμη χαρακτήρας, σε Σοφ. κ.λπ. 4. συχνά περιφρ., πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, δηλ. θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και πέτρα, σε Σοφ.· ἡ φύσις αὐτοῦ αντί αὐτός, σε Πλάτ. II. 1. φύση, δηλ. η σειρά ή η τάξη της φύσης, κατὰ φύσιν πεφυκέναι, είμαι φτιαγμένος έτσι από τη φύση μου, φυσικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς παρὰ φύσιν, σε Ευρ., Θουκ.· ομοίως, προδότης ἐκ φύσεως, προδότης από τη φύση του, σε Αισχίν.· ομοίως σε δοτ., φύσει, από τη φύση, φυσικά, σε Αριστοφ. κ.λπ.· φύσιν ἔχει, με απαρ., είναι φυσικό ότι..., σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. αρχή, γέννηση, φύσει γεγονότες εὖ, σε Ηρόδ.· φύσει νεώτερος, σε Σοφ.· ομοίως, τὴν φύσιν, σε Ξεν. III. φύση, σύμπαν, σε Πλάτ., Αριστ. IV. ως κάτι συγκεκριμένο, πλάσματα, ζώα (πρβλ. φύστις), θνητὴ φύσις, η ανθρωπότητα, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία φύσις, τα πλάσματα της θάλασσας, στον ίδ.· θήλεια φύσις, η γυναικεία φύση, σε Ξεν.· αἱ τοιαῦται φύσεις, τέτοιου είδους πλάσματα όπως αυτά, σε Ισοκρ. V. φύση, είδος, γένος, βιοτῆς φύσις, σε Σοφ.· γένος, σε Ξεν. VI.φύλο, σε Σοφ., Θουκ.