Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φύλλον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φύλλον, τό (φλέωI. 1. φύλλο· στον πληθ., φύλλα ή περιληπτικά, φύλλωμα δέντρου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν, τέτοια είναι η γενιά των φύλλων, όπως είναι και των ανθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.· φύλλοις βάλλειν, σε Ευρ.· σε ενικ., φύλλον ἐλαίας, ποιητ. αντί ἐλάα, σε Σοφ.· μεταφ. λέγεται για χορικά άσματα, φύλλ'ἀοιδᾶν, σε Πίνδ. 2. λέγεται για λουλούδια, πέταλο, σε Ηρόδ., Θεόκρ. II. ιατρικό βότανο, σε Σοφ.