Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φύλαξ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
φύλαξ[ῠ], -ακος (φυλάσσωI. φύλακας, φρουρός, σκοπός, Λατ. excubitor, σε Όμηρ., Αττ.· οἱ φύλακες, η φρουρά, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, σε Πλάτ.· επίσης, ως θηλ., κλῂςἐπὶ γλώσσῃ (φυλακίς), σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. II. 1. κηδεμόνας, προστάτης, υπερασπιστής, σε Ησίοδ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., φύλαξ δορός, υπερασπιστής κατά του δόρατος, σε Ευρ. 2. εκτελεστής, φύλακας, περιφρουρητής τοῦ δόγματος, σε Πλάτ.· τοῦ ἐπιταττομένου, σε Ξεν. 3. λέγεται για πράγματα, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, λέγεται για τους ἀγορανόμους, σε Λυσ.
φύλαξις[ῠ], -εως, (φυλάσσω), φύλαξη, φρουρά, σε Ευρ.