LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φόρτος"
- φόρτος, ὁ (φέρω)· I. 1. φορτίο, φορτίο πλοίου ή εμπόρευμα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ. 2. μεταφ., βαρύ φορτίο ή βαρύ πράγμα, φόρτος χρείας, κακῶν, σε Ευρ. II. σε Αττ., φορτικό πράγμα, κάτι κοινό, χυδαίο, άσεμνο, πρόστυχο, σε Αριστοφ.

