LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φόρμιγξ"
- φόρμιγξ, -ιγγος, ἡ, φόρμιγγα, είδος λύρας ή άρπας, το αρχαιότερο πνευστό όργανο των Ελλήνων, ιδίως γνωστό ως το όργανο του Απόλλωνα, σε Όμηρ.· με επτά χορδές (μετά από την εποχή του Τέρπανδου), σε Πίνδ. (Συνήθως αναφέρεται στο φέρω, σαν να ήταν φορητή λύρα· πιθανότερα από √ΦΡΕΜ, Λατ. fremo, ηχώ).

