
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φόνος"
- φόνος, ὁ (*φένω)· I. 1. φόνος, ανθρωποκτονία, σφαγή, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· φόνος Ἑλληνικός, σφαγή των Ελλήνων, σε Ηρόδ.· σε πληθ., φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε, σε Ομήρ. Οδ.· φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι, σε Σοφ. 2. σύμφωνα με τους νόμους αυτό που ορίζεται ως φόνο ή ανθρωποκτονία, φόνου διώκειν τινά, κατηγορώ κάποιον για φόνο, σε Αντιφ.· φόνος ἑκούσιος και ἀκούσιος, φόνος και σφαγή, σε Δημ. 3. αίμα που χύνεται σε φόνο, πηχτό αίμα, ἂμ φόνον, ἂν νέκυας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος, = φόνιον αἷμα, στο ίδ.· ἐμοῦσα θρόμβους φόνου, ξερνούσε θρόμβους αίματος, σε Αισχύλ. κ.λπ. 4. πτώμα, τὸν Ἑλένας φόνον. II. λέγεται για το όργανο του φόνου, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι, να προξενήσει θάνατο στους ήρωες, σε Ομήρ. Ιλ.· φόνοςγενέσθαι τινί, σε Ομήρ. Οδ.